περόνη

περόνη
η
1) заколка; 2) вилка; 3) анат. малая берцовая кость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "περόνη" в других словарях:

  • περόνη — pin fem nom/voc sg (attic epic ionic) περονάω pierce pres imperat act 2nd sg (doric) περονάω pierce pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) περονάω pierce imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περόνῃ — περόνη pin fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περόνη — Μακρύ οστό του κάτω άκρου που μετέχει στην ποδοκνημική άρθρωση· αρθρούται στο επάνω μέρος με το άνω άκρο της κνήμης, ενώ στο κάτω μέρος συνδέεται με την κνήμη με τη μεσόστεα μεμβράνη και με ισχυρούς συνδέσμους. Το κάτω άκρο της σχηματίζει το έξω… …   Dictionary of Greek

  • περόνη ασφαλείας — Μηχανολογικό εξάρτημα από λεπτό χαλύβδινο (ή άλλου μετάλλου) σύρμα εξέλασης, αναδιπλωμένο γύρω από τον εαυτό του ώστε να σχηματίζει μικρό δακτύλιο στο ένα άκρο του. Τοποθετείται στα άκρα πείρων, για να εμποδίζει την ολίσθησή τους από τις έδρες ή… …   Dictionary of Greek

  • περόνη — η 1. συνδετήρας, καρφίτσα. 2. το πίσω κόκαλο της κνήμης. 3. πιρούνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περόναι — περόνη pin fem nom/voc pl περόνᾱͅ , περόνη pin fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περονᾶν — περόνη pin fem gen pl (doric aeolic) περονάω pierce pres part act masc voc sg (doric aeolic) περονάω pierce pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) περονάω pierce pres part act masc nom sg (doric aeolic) περονᾶ̱ν , περονάω pierce pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περονῶν — περόνη pin fem gen pl περονάω pierce pres part act masc voc sg περονάω pierce pres part act neut nom/voc/acc sg περονάω pierce pres part act masc nom sg (attic epic ionic) περονάω pierce pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περόναις — περόνη pin fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περόνην — περόνη pin fem acc sg (attic epic ionic) περονάω pierce imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) περονάω pierce imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περόνης — περόνη pin fem gen sg (attic epic ionic) περονάω pierce pres ind act 2nd sg περονάω pierce imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»